λειοσώματος

λειοσώματος
λειοσώματος, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως ψάρια) αυτός που έχει λείο, γλιστερό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -σώματος(< σῶμα), πρβλ. απαλο-σώματος, τρι-σώματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”